λειόμερος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: λειόμερος | Medium diacritics: λειόμερος | Low diacritics: λειόμερος | Capitals: ΛΕΙΟΜΕΡΟΣ |
Transliteration A: leiómeros | Transliteration B: leiomeros | Transliteration C: leiomeros | Beta Code: leio/meros |
ταχυδιάνοιος, Hsch. (post λεῖον, fort. λειόπορος).
λειόμερος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ταχυδιάνοιος».