λεκανόπουλον
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
λεκανόπουλον, τὸ (Μ)
μικρή λεκάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. βασιλόπουλον, λεονταρόπουλον)].