λεκανόπωλις
From LSJ
English (LSJ)
ιδος, ἡ, for the sale of dishes, στωΐα IG12(2).14.12 (Mytil., dub.).
Greek Monolingual
λεκανόπωλις, -ώλιδος, ἡ (Α)
η πωλήτρια λεκανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + -πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτόπωλις, μυρόπωλις].
Full diacritics: λεκᾰνόπωλις | Medium diacritics: λεκανόπωλις | Low diacritics: λεκανόπωλις | Capitals: ΛΕΚΑΝΟΠΩΛΙΣ |
Transliteration A: lekanópōlis | Transliteration B: lekanopōlis | Transliteration C: lekanopolis | Beta Code: lekano/pwlis |
ιδος, ἡ, for the sale of dishes, στωΐα IG12(2).14.12 (Mytil., dub.).
λεκανόπωλις, -ώλιδος, ἡ (Α)
η πωλήτρια λεκανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + -πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτόπωλις, μυρόπωλις].