λελιμμένος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Full diacritics: λελιμμένος | Medium diacritics: λελιμμένος | Low diacritics: λελιμμένος | Capitals: ΛΕΛΙΜΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: lelimménos | Transliteration B: lelimmenos | Transliteration C: lelimmenos | Beta Code: lelimme/nos |
v. λίπτομαι.
η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.
λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.
(see also: λίπτομαι) eager for