λεμβοδρόμος

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που μετέχει σε λεμβοδρομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. αρματοδρόμος, ιπποδρόμος.