λεπτοκαμωμένος
From LSJ
Ἔρως δίκαιος καρπὸν εὐθέως φέρει → Cupiditas, quae sit iusta, fructum fert statim → Gerechtes Streben bringt geradewegs Ertrag
Greek Monolingual
-η, -ο
1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος
2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος
3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος
4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση.