δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
-η, -ο
επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. άτεχνος, πολύτεχνος].