λευκανία

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.

Russian (Dvoretsky)

λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.