Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ας (ἡ) :
gorge.
Étymologie: cf. λαυκανίη.
η
ζωολ. γένος ετερόκερων λεπιδόπτερων εντόμων.
λευκανία: ἡ Hom., Anth. = λαυκανίη.