λευκωματικός

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκωμᾰτικός Medium diacritics: λευκωματικός Low diacritics: λευκωματικός Capitals: ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: leukōmatikós Transliteration B: leukōmatikos Transliteration C: lefkomatikos Beta Code: leukwmatiko/s

English (LSJ)

λευκωματική, λευκωματικόν, good for leucoma (λεύκωμα ΙΙ.2), κολλούρια Paul.Aeg.3.22.

Greek Monolingual

λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.