ληκαλέος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source

German (Pape)

[Seite 39] hurerisch, Luc. Lexiph. 12, wo vulg. λεκαλέος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
obscène.
Étymologie: ληκάω.

Russian (Dvoretsky)

ληκᾰλέος: v. l. λαικαλέος и λεκαλέος 3 распутный, непристойный Luc.