λιγυρόφωνος

From LSJ

λύπης ἰατρός ἐστιν ὁ χρηστὸς φίλος → a true friend is grief's physician, a worthy friend is a physician to your pain

Source

German (Pape)

[Seite 43] mit heller Stimme, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)].