φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
[Seite 43] mit heller Stimme, Sp.
-η, -οαυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)].