λιγυρόφωνος

From LSJ

συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life

Source

German (Pape)

[Seite 43] mit heller Stimme, Sp.

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, λιγύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγυρός + -φωνος (< φωνή)].