λιγύτης
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
λῐγύτης: -ητος, ἡ, εὐκρίνεια, ἡδύτης, Εὐστ. εἰς Μαν. τ. Κομν. ἐν Taf. de Thes. σ. 430.
λιγύτης, -ητος, ἡ (Μ) λιγύς
γλυκύτητα και ευκρίνεια.