λιθεύω

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

German (Pape)

[Seite 44] = λεύω, steinigen, E. M. v. λευρόν.

Greek Monolingual

λιθεύω (Α) λίθος
λιθοβολώ.