λιποσιτώ

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

λιποσιτῶ, -έω (Α)
στερούμαι σίτου, τροφής, πάσχω από έλλειψη τροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπόσιτος < λιπ(ο)- + σῖτος.