λιπόχρωμα

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από το καροτένιο και χρωματίζει κίτρινα τα λίπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipochrome < lip(o)- (< λίπος) + -chrome (< χρώμα)].