λιόδεντρο

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source

Greek Monolingual

και λιοδέντρι, το
το ελαιόδενδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιο-(II) + δέντρο / δεντρί].