λογύδριο

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

το (AM λογύδριον)
μικρός, σύντομος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. στηλύδριον)].