λοξοπολώ

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

λοξοπολῶ, -έω (Α)
περιπλανιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -πολῶ (< -πόλος), πρβλ. ονειροπολώ, περιπολώ].