λοξοπορώ

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

λοξοπορῶ, -έω (Α) λοξόπορος
πορεύομαι λοξά («δι' οὗ φέρεται λοξοπορῶν ὁ ἥλιος», Πλούτ.).