εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
λοξοπορῶ, -έω (Α) λοξόποροςπορεύομαι λοξά («δι' οὗ φέρεται λοξοπορῶν ὁ ἥλιος», Πλούτ.).