λοξόβαμος

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek (Liddell-Scott)

λοξόβαμος: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.

Greek Monolingual

λοξόβαμος, -ον (Α)
λοξοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμβαμος, χορταιόβαμος)].