λοξόβαμος
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek (Liddell-Scott)
λοξόβαμος: ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 55Α, 713.
Greek Monolingual
λοξόβαμος, -ον (Α)
λοξοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + -βαμος (< βαίνω) (πρβλ. παλίμβαμος, χορταιόβαμος)].