λουλάκι

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το (AM λουλάκιον, Μ και λουλάκιν)
ονομασία, κοινή σήμερα, της κυανής χρωστικής ινδικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. līlak].