λουλάκι

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

το (AM λουλάκιον, Μ και λουλάκιν)
ονομασία, κοινή σήμερα, της κυανής χρωστικής ινδικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. līlak].