λοχηγέτης

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek (Liddell-Scott)

λοχηγέτης: λοχηγέω, λοχηγός, ὁ, ἀντὶ τοῦ λοχαγ-.

Greek Monotonic

λοχηγέτης: λοχηγέω, λοχηγός, ὁ, Ιων. αντί λοχαγέτης, λοχαγέω, λοχαγός.

German (Pape)

ὁ, ion. = λοχαγέτης usw., Her.