λυκοκεφαλαία

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek Monolingual

λυκοκεφαλαία, ἡ (Μ)
δερματική νόσος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κεφαλαία (< κεφαλή)].