λυκοκεφαλαία

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

λυκοκεφαλαία, ἡ (Μ)
δερματική νόσος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κεφαλαία (< κεφαλή)].