λυκόποδες
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
λυκόποδες, οἱ (Α)
1. αυτοί που είχαν γυμνά πόδια ή αυτοί που φορούσαν λευκά υποδήματα
2. ως κύριο όν. οἱ Λυκόποδες
οι σωματοφύλακες τών τυράννων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πούς, ποδός].