λυκόποδες

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Greek Monolingual

λυκόποδες, οἱ (Α)
1. αυτοί που είχαν γυμνά πόδια ή αυτοί που φορούσαν λευκά υποδήματα
2. ως κύριο όν. οἱ Λυκόποδες
οι σωματοφύλακες τών τυράννων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πούς, ποδός].