μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
λυκόποδες, οἱ (Α)1. αυτοί που είχαν γυμνά πόδια ή αυτοί που φορούσαν λευκά υποδήματα2. ως κύριο όν. οἱ Λυκόποδεςοι σωματοφύλακες τών τυράννων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πούς, ποδός].