Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)1. λυσσασμένος2. μτφ. παράφορος, μανιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].