λυσσάριος

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86

Greek Monolingual

λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)
1. λυσσασμένος
2. μτφ. παράφορος, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].