Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
και λυσσιασμένος, -η, -ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, -η, -ον) λυσσάζω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα
2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα της χαράς και του κρασιού», Σολωμ.).