λυσσάριος

From LSJ

Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft

Menander, Monostichoi, 409

Greek Monolingual

λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)
1. λυσσασμένος
2. μτφ. παράφορος, μανιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].