Ὅπου βία πάρεστιν, οὐ σθένει νόμος → Quo vis irrumpit, ibi nihil leges valent → Da, wo Gewalt obherrscht, ist kein Gesetz in Kraft
λυσσάριος, -ία, -ον (Μ)1. λυσσασμένος2. μτφ. παράφορος, μανιακός.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -άριος].