Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
και λυσσιασμένος, -η, -ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, -η, -ον) λυσσάζω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα
2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα της χαράς και του κρασιού», Σολωμ.).