λυσσάζω
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
και λυσσιάζω (Μ λυσσάζω και λυσσιάζω) λύσσα
1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα
2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τον παντρευτεί»)
3. κατέχομαι από μανιώδη οργή
νεοελλ.
φρ. «τον λύσσαξα στο ξύλο» — τον έδειρα άγρια
μσν.
φρ. «λυσσιάζω εἰς κάποιον» — ξεσπώ με μανία εναντίον κάποιου.