πύρα
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
η, ΝΜ
μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῦς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.)
νεοελλ.
1. η ακτινοβολία της θερμότητας της φωτιάς, πυράδα
2. φλόγωση ασθενούς μέλους του σώματος ή ερεθισμός πληγής
3. η θερμότητα που οφείλεται στον παραπάνω ερεθισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. πυρῶ / πυρώνω (πρβλ. κάψα: καψώνω)].