λυσσομανώ
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
Greek Monolingual
άω (Α λυσσομανώ, -έω) λυσσομανής
είμαι λυσσομανής, μαίνομαι από λύσσα
νεοελλ.
1. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα («λυσσομανούσε ο βοριάς»)
2. επιζητώ κάτι με σφοδρότητα («αυτός, παιδί μου, λυσσομανάει για γυναίκα»).