σφοδρότητα

From LSJ

Greek Monolingual

η / σφοδρότης, -ητος, ΝΜΑ σφοδρός
η ιδιότητα του σφοδρού, μεγάλη ένταση, ορμητικότητα, βιαιότητα (α. «η σφοδρότητα της τρικυμίας» β. «ο στρατός μας επιτέθηκε με εξαιρετική σφοδρότητα» γ. «τὴν σφοδρότητα τῆς ἐφόδου», Ξεν.
δ. «πάγων σφοδρότητες», Θεόφρ.)
αρχ.
(για δικαστή) αυστηρότητα.