ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
-άω (Μ λυσσομαχῶ, -έω)
νεοελλ.
λυσσομανώ
μσν.
μάχομαι με λύσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι)].