μέραρχος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο
ανώτατος αξιωματικός του στρατού ο οποίος διοικεί μεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -αρχος].