μέραρχος

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

ο
ανώτατος αξιωματικός του στρατού ο οποίος διοικεί μεραρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + -αρχος].