μίανση
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
η (Α μίανσις) μιαίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μιαίνω, βεβήλωση, μαγάρισμα
2. μόλυνση, ρύπανση
3. μτφ. ηθική μόλυνση.