μαγίστρος

From LSJ

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151

Greek Monolingual

μαγίστρος, ὁ (Μ)
γιατρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. μάγιστρος με καταβιβασμό τόνου από επίδραση του μα(γ)ίστωρ].