μαγειροχιτώνας

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

ο
1. είδος ενδύματος που φορεί ο μάγειρος κατά την ώρα της εργασίας του
2. χοντρός χιτώνας που έχει βαθύ κυανό χρώμα και φοριέται από τους στρατιώτες κατά τις ώρες τών ασκήσεων ή της καθαριότητας ή όταν εκτελούν χρέη μαγείρου στο στρατιωτικό μαγειρείο.