μαγειροχιτώνας

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ο
1. είδος ενδύματος που φορεί ο μάγειρος κατά την ώρα της εργασίας του
2. χοντρός χιτώνας που έχει βαθύ κυανό χρώμα και φοριέται από τους στρατιώτες κατά τις ώρες τών ασκήσεων ή της καθαριότητας ή όταν εκτελούν χρέη μαγείρου στο στρατιωτικό μαγειρείο.