μαγνησία
From LSJ
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
English (LSJ)
v. sub Μάγνης.
Greek Monolingual
η (Α μαγνησία, ιων. τ. μαγνησίη) ως κύρ. όν. νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων ενώσεων του μαγνησίου («θειική μαγνησία»)
2. (φαρμ.) είδος ήπιου και εύγευστου καθαρτικού, αλλ. μαγνέζια
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων ορυκτών και άλλων μεταλλικών αμαλγαμάτων
2. φρ. «μαγνησία λίθος» ή «μαγνησίη λίθος» — ο μαγνήτης.