μαγνόλια
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια μαγνολιίδες και περιλαμβάνει 80 περίπου είδη δένδρων και θάμνων, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά.