μαγουλάς

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

-ού, -άδικο μάγουλο
αυτός που έχει μεγάλα και φουσκωτά μάγουλα.