μαγουλάς

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source

Greek Monolingual

-ού, -άδικο μάγουλο
αυτός που έχει μεγάλα και φουσκωτά μάγουλα.