μακρινάρι

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

και μακρυνάρι, το
1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος
2. μακρύς διάδρομος
3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. του ουδ. του αμάρτυρου επιθ. μακρινάριος].