μακροκάνης

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek Monolingual

-α, -ικο
αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια, μακροπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -κάνης (< κανί «κνήμη»), πρβλ. στραβοκάνης.