μαλάκιο

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το (AM μαλάκιο) μαλακός
συν. στον πληθ. τα μαλάκια
μεγάλο φύλο ασπόνδυλων ζώων στο οποίο ανήκουν τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες, τα μύδια, τα στρείδια και τα συγγενικά τους όστρακα καθώς και τα χταπόδια, τα καλαμάρια και οι σουπιές
μσν.-αρχ.
καλάθι πλεγμένο από τρυφερά φύλλα, ιδίως φοινίκων
αρχ.
μαλάχιον.